πόρος

πόρος
I
Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην πρώην επαρχία Τροιζηνίας της νομαρχίας Πειραιώς και είναι έδρα του δήμου (32 τ. χλμ.) στον οποίο υπάγονται και οι οικισμοί Λεμονοδάσος (υψόμ. 40 μ.), Αλυκή, Καραπολίτη, Μπουγιά, Φουσά, καθώς και το μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής στην Καλαυρία. Το νησί Π. βρίσκεται στα ανατολικά της Αργολίδας. Αποτελείται από δυο ενωμένα νησιά, το μικρότερο λέγεται Σφαιρία στο οποίο βρίσκεται και ο ομώνυμος οικισμός και το μεγαλύτερο Καλαυρία. Είναι ωραίο και καταπράσινο νησί, με πολλές λεμονιές και το καλοκαίρι παρουσιάζει αξιόλογη παραθεριστική κίνηση. Στον Π. υπάρχουν ερείπια ιερού του Ποσειδώνα. Αξιόλογο είναι και το κάστρο Μπούρτζι, στο μικρό νησί Άγιος Ιωάννης.
Ιστορία. Στην αρχαιότητα ο Π. ονομαζόταν Καλαυρία και ήταν ονομαστή επειδή ήταν το κέντρο της ομώνυμης αμφικτιονίας που περιλάμβανε τις πόλεις Ερμιόνη, Επίδαυρο, Αίγινα, Αθήνα, Πρασιά, Ναυπλία και τον βοιωτικό Ορχομενό. Ως θρησκευτικό κέντρο, η αμφικτιονία είχε τον ναό του Ποσειδώνα, που βρίσκεται στη θέση Παλάτια. Ανασκαφές που έγιναν το 1894 αποκάλυψαν τις βάσεις του ναού και των γύρω από αυτόν οικοδομών. Ο Στράβων και ο Παυσανίας αναφέρουν ότι στον περίβολό του βρισκόταν ο τάφος του Δημοσθένη. Όπως είναι γνωστό ο Δημοσθένης, μετά τη νίκη του Αντίπατρου και του Κρατερού, καταδικάστηκε σε θάνατο και κατέφυγε στο ναό του Ποσειδώνα όπου και αυτοκτόνησε (322 π.Χ.). Ο Π. ακολούθησε, στη συνέχεια, την τύχη της Πελοποννήσου. Κατά την έκρηξη της Επανάστασης πήρε μέρος στον Αγώνα με αρχηγούς τους αδελφούς Χριστοδούλου, Γεώργιο Κριεζή και Γεώργιο Μερτίκα. Τον Αύγουστο του 1826 ο Π. ορίστηκε έδρα Εθνοσυνέλευσης, η οποία τελικά πραγματοποιήθηκε στην Τροιζήνα. Ο Π. υπήρξε επίσης έδρα της Κυβέρνησης από 15 Απριλίου ως 16 Ιουνίου 1827. Τον Οκτώβριο του 1828, επί Ι. Καποδίστρια, συνεδρίασαν στον Π. αντιπρόσωποι των τριών Δυνάμεων και της Ελλάδας για τον καθορισμό των ορίων του νέου ελληνικού κράτους.
Το 1848 έγιναν οι εγκαταστάσεις του Ναύσταθμου στο μικρό ισθμό του νησιού, και το 1849 άρχισε να λειτουργεί το κεντρικό προγυμναστήριο στον περίβολό του. Ο Ναύσταθμος παράμεινε στον Π. ως το 1878, οπότε μεταφέρθηκε στη Σαλαμίνα.
Άποψη από το λιμάνι του Πόρου (Τροιζηνίας).
II
Oνομασία 4 οικισμών.
1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ.), στην πρώην επαρχία Λευκάδας του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται στη νοτιοανατολική Λευκάδα, όπου βρίσκεται και ένας άλλος μικρότερος οικισμός, ο Μικρός Γιαλός.
2. Μικρός ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ.), στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοκαρνανίας.
3. Μικρός ορεινός οικισμός (υψόμ. 620 μ.), στην πρώην επαρχία Γρεβενών, του ομώνυμου νομού.
4. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 15 μ.), στην πρώην επαρχία Κραναίας του νομού Κεφαλληνίας, όπου βρίσκονται και τα χωριά Ασπρογέρακας (υψόμ. 260 μ.), Ρίζα, Τζανάτα (υψόμ. 60 μ.), η Μονή Υπεραγίας Θεοτόκου Άρτου (υψόμ. 540 μ.) και τα Καμπιτσάτα.
Ο οικισμός Πόρος στην Κεφαλλονιά.
* * *
ο, ΝΜΑ
1. το μέρος τού ποταμού από το οποίο περνά κάποιος στην απέναντι όχθη
2. πέρασμα, διάβαση («εὐθὺς γενέσθω πορφυρόστρωτος πόρος», Αισχύλ.)
3. πορθμός, στενό μέρος τής θάλασσας (α. «Ευβοϊκός πόρος» β. «πόρος Ἕλλας» — ο Ελλήσποντος, Πίνδ.)
4. μικρή κοιλότητα, άνοιγμα μικρού μεγέθους τού καλυπτήριου συστήματος ή τών βλεννογόνων («πόροι τού δέρματος»)
5. ανατ. σχηματισμός με μορφή μακρού κυλινδρικού σωλήνα, εκτός από τις αρτηρίες και τις φλέβες, διά τού οποίου διέρχονται διάφορες ουσίες ή άλλα ανατομικά στοιχεία (α. «ακουστικός πόρος» β. «δακρυϊκοί πόροι» γ. «πόρος τροφής» — ο οισοφάγος, Αριστοτ.)
6. στον πληθ. οι πόροι
τα χρηματικά μέσα, τα εισοδήματα
νεοελλ.
1. βοτ. στρογγυλή οπή από την οποία απελευθερώνονται τα σπέρματα ορισμένων ώριμων καρπών οι οποίοι έχουν τη μορφή κάψας
2. (μυκητ.) το εξωτερικό άνοιγμα τών κατακόρυφων σωλήνων που βρίσκονται στην κάτω πλευρά τού πίλου τών μανιταριών τής οικογένειας βολετίδες ή τής τάξης πολυπορώδη
2. φρ. α) «εθνικοί πόροι»
i) το σύνολο τών μέσων παραγωγής τών εν ενεργεία πηγών τού εθνικού προϊόντος, δηλ. το απόθεμα τού υλικού κεφαλαίου, τού εργατικού δυναμικού και τών φυσικών πόρων
ii) το σύνολο τών αγαθών και υπηρεσιών που είναι διαθέσιμα σε μια χώρα και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για κατανάλωση και επένδυση
β) «βαδιστικός πόρος»
ζωολ.
οπή τής ασβεστολιθικής πλάκας στη βαδιστική ζώνη τού αχινού, από όπου εξέρχεται ο βαδιστικός ποδίσκος
γ) «βραγχιακός πόρος»
ζωολ. έξω στόμιο τής βραγχιακής περιοχής που επιτρέπει την έξοδο τού νερού στα εντερόπνευστα και στους κυκλοστόμους
δ) «γεννητικός πόρος»
ζωολ. εξωτερικό στόμιο τών γοναγωγών σε πολλές ομάδες ζώων
ε) «καψικός πόρος»
ζωολ. στόμιο τής κεντρικής κάψας τών ακτινόποδων πρωτοζώων από όπου εξέρχονται τα ψευδοπόδια
στ) «υδροφορικός πόρος»
ζωολ. στόμιο τού υδροφορικού συστήματος τών εχινοδέρμων στο επίπεδο τής μαδρεπορικής πλάκας
ζ) «πεδίο πόρων» — σύνολο μικροσκοπικών πόρων που απαντούν αποκλειστικά στα ακτινόζωα τής τάξης μονόπυλα
η) «βλαστητικός πόρος»
βοτ. περιοχή τού γυρεοκόκκου με λεπτότερη μεμβράνη, από την οποία εξέρχεται ο αναπτυσσόμενος γυρεοσωλήνας
θ) «πόρος ξύλου»
βοτ. η κεντρική οπή τών αγγείων στα δικότυλα φυτά, που είναι ορατή σε τομή τού κορμού κάθετη προς τον άξονα τού φυτού
αρχ.
1. θάλασσα, πέλαγος (ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον», Πίνδ.)
2. τεχνητή διάβαση ποταμού, γέφυρα
3. υδραγωγείο
4. ο τόπος από όπου διέρχονται τα θηράματα («τοὺς πόρους αὐτῶν ἐκμανθάνω καὶ πρὸς οἷα χωρία φεύγοντες [ἀεὶ] ὁρῶνται οἱ λαγῷ», Ξεν.)
5. ο τρόπος με τον οποίο κατορθώνεται ή επιτελείται κάτι («ἐπεὶ γε δὴ οὐδεὶς πόρος ἐφαίνετο τῆς ἁλώσιος», Ηρόδ.)
6. επινόημα, τέχνασμα
7. ο τρόπος εξεύρεσης χρημάτων
8. πορεία, ταξίδι
9. πλους («ἐν τῷ πόρῳ πλοῑον ἀνατρέψαι», Αισχίν.)
10. (ως κύριο όν. σε προσωποποίηση) ὁ Πόρος
ο πατέρας τού Έρωτος
11. φρ. α) «πόρος ἁλός» — η θαλάσσια οδός
β) «πόρος ὁδοῡ» — μέσο για εκτέλεση πορείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πόρος ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα πορ- τής ρίζας *per- «διαπερνώ, διακομίζω, διέρχομαι» (πρβλ. πείρω, πέρα, πέρνημι, πόρνη). Η λ. πόρος έχει αρχική σημ. «πέρασμα, διάβαση, πορθμός» (πρβλ. πορεύς, πορεύω, πορθμός), η οποία στη συνέχεια επεκτάθηκε στη σημ. «μέσο, τρόπος για να περάσει κανείς» και επομένως «χρηματικά μέσα, αποθέματα, εισοδήματα» (πρβλ. πόριμος, πορίζω). Η λ. απαντά ως β' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό συνθ. κυρίως με τη σημ. «περνώ, διασχίζω, ταξιδεύω» (πρβλ. οδοι-πόρος, ποντο-πόρος, στενό-πορος), ενώ υπάρχουν και ορισμένα σύνθ., όπου η λ. πόρος χρησιμοποιείται και με τη σημ. «εισοδήματα, χρηματικά μέσα» (πρβλ. ά-πορος, εύπορος).
ΠΑΡ. πορεύω (-ομαι), πορθμός, πορίζω, πορώδης αρχ. πορεύς, πόριμος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. ποροποιώ
νεοελλ.
πορογαμία, ποροσκοπία. (Β' συνθετικό) αεροπόρος, άπορος, βραδυπόρος, έμπορος, εύπορος, θαλασσοπόρος, οδοιπόρος, πεζοπόρος, ποντοπόρος, πρωτοπόρος, συνοδοιπόρος, ταχύπορος
αρχ.
αγχίπορος, αδροπόρος, αερσιπόρος, ακροπόρος, αλιπόρος, αμευσίπορος, αντίπορος, αραιοπόρος, αυτόπορος, βαθύπορος, βουπόρος, βραχυπόρος, γλαυκήπορος, δίπορος, ελιξόπορος, επτάπορος, ευθύπορος, ευρύπορος, ιθυπόρος, ιλιοπόρος, ιχθυπόρος, κελευθοπόρος, κυκλοπόρος, λαοπόρος, λινοπόρος, λοξόπορος, μακρόπορος, μεσοπόρος, ναύπορος, ναυσίπορος, νυκτιπόρος, οινοπόρος, οξύπορος, οπισθοπόρος, ορθοπόρος, παιδοπόρος, παλίμπορος, πανάπορος, παντοπόρος, πεντάπορος, πολύπορος, ποταμηπόρος, πυκνόπορος, σκολιοπόρος, στενόπορος, σύμπορος, τετράπορος, τηλέπορος, υγροπόρος, υδρόπορος, υψίπορος, χρυσόπορος, ωκύπορος
νεοελλ.
ανεμοπόρος, νυκτοπόρος, ωκεανοπόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πόρος — means of passing a river masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πόρος — Sp Pòras Ap Πόρος/Poros L s. Egėjo s. (Sarono įl.) ir mst. Kefalinijoje, Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • πόρος — ο 1. στενό πέρασμα ποταμού, λίμνης, θάλασσας. 2. μικρή τρύπα απ όπου περνά κυρ. υγρό: Πόροι του σώματος. 3. εισόδημα, πρόσοδος: Έμεινε χήρα χωρίς πόρους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακουστικός πόρος — Τμήμα του αφτιού. Διακρίνονται δύο πόροι, ο έσω και ο έξω. Ο έσω πόρος είναι οστέινος σωλήνας, μήκους 1 εκ., πλάτους και ύψους 0,5 εκ. και βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό. Το έξω άκρο του αντιστοιχεί στον λαβύρινθο (έσω ους) και το έσω άκρο του …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Πόρος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 68 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 28 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ρεθύμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαππαίων …   Dictionary of Greek

  • πόρω — πόρος means of passing a river masc nom/voc/acc dual πόρος means of passing a river masc gen sg (doric aeolic) πόρω furnish aor subj act 1st sg πορόω furnish with pores pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) πορόω furnish with pores imperf ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Порос — (Πορος) принадлежащий Греции о в у южного входа в Эгинский залив; отделен от Пелопоннеса узким каналом. Город П. (около 5000 жителе и) был некоторое время резиденцией греческого правительства и главной военной гаванью. Здесь 25 авг. 1831 г.… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ПОРОС —    • Πόρος,          см. Πενία, Пения …   Реальный словарь классических древностей

  • Κορυζής, Αλέξανδρος — (Πόρος 1885 – Αθήνα 1941). Οικονομολόγος, πρωθυπουργός της χώρας κατά τη γερμανική επίθεση του 1941. Σε πολύ νεαρή ηλικία διορίστηκε στην Εθνική Τράπεζα (1903), όπου σημείωσε ταχεία άνοδο στην ιεραρχία. Συνέβαλε, από το 1915, στην οργάνωση κλάδου …   Dictionary of Greek

  • Μποδοσάκης, Αθανασιάδης — (Πόρος Νίγδης, Μικρά Ασία 1891 – Αθήνα 1979). Βιομήχανος. Από μικρή ακόμη ηλικία, άρχισε να ασχολείται με το εμπόριο και τις βιομηχανικές επενδύσεις στη Μερσίνα και αργότερα στην Κωνσταντινούπολη. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή (1922)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”